- κλιμακώνω
- κλιμακώνω, κλιμάκωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κλιμακώνω — [κλίμαξ] 1. τάσσω κατά κλίμακες, τοποθετώ σε βαθμίδες, διαρρυθμίζω κάτι κλιμακωτά, σε μορφή σκάλας 2. στρ. παρατάσσω τον στρατό κατά κλιμάκια 3. αναπτύσσω τις δραστηριότητές μου σταδιακά («κλιμακώνεται η πολιτική ένταση») … Dictionary of Greek
κλιμακώνω — κλιμάκωσα, κλιμακώθηκα, κλιμακωμένος, τοποθετώ κατά βαθμίδες, ρυθμίζω κάτι σε μορφή κλίμακας: Ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή κλιμακώνεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλιμάκωση — η 1. τοποθέτηση κατά βαθμίδες, σχηματισμός κατά κλίμακες 2. στρ. μτφ. η κατανομή στρατεύματος κατά βάθος και κατά αποστάσεις 3. μτφ. βαθμιαία ανάπτυξη ενέργειας ή δραστηριότητας («η κλιμάκωση τών συγκρούσεων απειλεί την παγκόσμια ειρήνη»).… … Dictionary of Greek